θωρακισμός

θωρακισμός
θωρακισμός
arming with breastplates
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θωρακισμός — ο (ΑΜ θωρακισμός) [θωρακίζω] ο οπλισμός με θώρακα, το να θωρακίζει κανείς κάτι ή να θωρακίζεται ο ίδιος …   Dictionary of Greek

  • θωρακισμός — ο όπλιση με θώρακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θωρακισμούς — θωρακισμός arming with breastplates masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωρακισμόν — θωρακισμός arming with breastplates masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωράκισμα — το, ατος θωρακισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”